- (μ)πιτζάμα
- η пижама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] … Dictionary of Greek
πιτζάμα — η βλ. πιζάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυζάμα — και πυτζάμα, η, Ν η πιτζάμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πιτζάμα] … Dictionary of Greek
πιζάμα — η, Ν βλ. πιτζάμα … Dictionary of Greek